- ὁμαιχμίαν
- ὁμαιχμίᾱν , ὁμαιχμίαunion for battlefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομαιχμία — ὁμαιχμία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. ὁμαιχμία) [όμαιχμος] αμυντική συμμαχία αρχ. φρ. α) «συντίθεμαί τινι ὁμαιχμίαν» συνάπτω συμμαχία με κάποιον β) «συντίθεμαι ὁμαιχμίαν πρός τινα» συνάπτω συμμαχία εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek